- ετεροίωση
- η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ]μεταβολή, αλλοίωσηνεοελλ.1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται από μια άποψη, διαφέρουν όμως από μια άλλη4. (λογ.) διαφορά εννοιών είτε «κατ' ουσίαν» (ειδοποιός διαφορά) είτε «κατά το συμβεβηκός»5. γλωσσ. η ποιοτική μετάπτωση, η μεταβολή κατά το ποιόν τού φωνήεντος ή τής διφθόγγου μιας λέξεως (π.χ. λείπ-ω: λέ-λοιπ-α, φέρ-ω: φορ-ά, νέμ-ω: -νομή κ.λπ.)αρχ.1. η μεταβολή, η αλλαγή κάποιου πράγματος κατά το είδος ή την εκδήλωση ή την ενέργεια («ἑτεροίωσις ἀέρος», Αριστοτ.)2. (για αισθήματα) η αλλοίωση κατά την ουσία ή το αποτέλεσμα τής αλλοιώσεως3. (στον Χρύσιππο τον Στωικό) α) όρος που αναφέρεται στους ψυχικούς ερεθισμούςβ) στον πληθ. αἱ ἑτεροιώσειςοι εσωτερικές κατά το ποιόν διαφορές τών τεσσάρων αριστοτελικών αρετών: εγκράτειας, ανδρείας, σωφροσύνης, δικαιοσύνης.
Dictionary of Greek. 2013.